- μέλι,-ιτος
- + τό N 3 21-16-11-11-7=66 Gn 43,11; Ex 3,8.17; 13,5; 16,31honey Gn 43,11; honey (metaph.), sweet words Prv 5,3γῆ ῥέουσα γάλα καὶ μέλι land of milk and honey (sign of fertility) Ex 3,8
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μελιτόεις — μελιτόεις, εσσα, εν (ΑM, Α και αρσ. αττ. συνηρ. τ. μελιτοῡς, Α και θηλ. αττ. συνηρ. τ. μελιττοῡττα) γλυκός σαν το μέλι, τερπνός, ευχάριστος («μελιτόεσσαν εὐδίαν», Πίνδ.) αρχ. 1. (για γλυκίσματα) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι, αυτός που … Dictionary of Greek
μελιτόρρυτος — μελιτόρρυτος, ον (Α) αυτός που εκχύνει μέλι ή ρέει σαν μέλι («μελιτόρρυτον νέκταρ», Λυρ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + ῥυτός(< ῥέω), πρβλ. μελί ρρυτος] … Dictionary of Greek
μελιτώ — μελιτῶ, όω (Α) 1. μτφ. γλυκαίνω 2. (το μέσ.) μελιτοῡμαι, όομαι (για φαγητά) αναμιγνύομαι με μέλι, μελώνομαι, γλυκαίνω 2. γεμίζω με μέλι («ἀγγεῑον μεμελιτωμένον» αγγείο γεμάτο με μέλι, Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος] … Dictionary of Greek
μελίτινος — μελίτινος, ίνη, ον (ΑM) 1. αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («τὸν πρὸς χάριν λόγον ἔφη μελιτίνην ἀγχόνην εἶναι», Διογ. Λαέρτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. ινος (πρβλ. γύψ ινος)] … Dictionary of Greek
μελίχρους — ουν (ΑM μελίχρους και μελιτόχρους ουν και οος, οον, Α και μελλίχρους, ουν, Μ και μελίχροιος, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, μελίχρωμος, μελής μσν. μελαχρινός αρχ. 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι ή που έχει γλυκαθεί με μέλι,… … Dictionary of Greek
μελιτηρός — μελιτηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή προσιδιάζει στο μέλι («μελιτηρὸν ἄγγος», Αριστοφ.) 2. αυτός που είναι όμοιος με το μέλι («κατὰ δὲ τὴν ἐαρινὴν ὥραν ἐπιβάπτον χυλῷ μελιτηρῷ καὶ κατὰ τὴν ἁφὴν καὶ κατὰ τὴν γεῡσιν», Θεόφρ.) 3. το… … Dictionary of Greek
μελιτοειδής — μελιτοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με το μέλι,κυρίως ως προς το χρώμα. επίρρ... μελιτοειδῶς (Α) με τρόπο μελιτοειδή, όμοια με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + ειδής*] … Dictionary of Greek
μελιτοτρόφος — μελιτοτρόφος, ὁ (Μ) αυτός που παράγει μέλι ή που τρέφει με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + τροφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσο τρόφος] … Dictionary of Greek
μελιτόβρυτος — μελιτόβρυτος, ον (Μ) 1. αυτός που είναι γεμάτος μέλι 2. αυτός από τον οποίο στάζει μέλι, μελισταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + βρυτος (< βρύω «αφθονώ, αναβλύζω»), πρβλ. Ωκεανό βρυτος] … Dictionary of Greek